μεταλλευτικος

μεταλλευτικος
    μεταλλευτικός
    3
    горнопромышленный, рудный
    

(κτῆμα Plat.; κτῆσις Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεταλλευτικος" в других словарях:

  • μεταλλευτικός — ή, ό (Α μεταλλευτικός, ή, όν) [μεταλλεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταλλείο, στη μετάλλευση ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική έρευνα») 2. ικανός, έμπειρος στην αναζήτηση και εξόρυξη μετάλλων 3. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλευτική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα μέταλλα ή στην εξαγωγή μετάλλων: Μεταλλευτική βιομηχανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταλλευτικόν — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc acc sg μεταλλευτικός skilled in searching for metals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικαί — μεταλλευτικός skilled in searching for metals fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικοῖς — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικοῦ — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτική — μεταλλευτικός skilled in searching for metals fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικῷ — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλευτικάν — μεταλλευτικά̱ν , μεταλλευτικός skilled in searching for metals fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»